σεύομαι

σεύομαι
σεύω
put in quick motion
aor subj mid 1st sg (epic)
σεύω
put in quick motion
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… …   Dictionary of Greek

  • Σευΐδαι — οἱ, Α οπαδοί τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεύομαι «ορμώ» + επίθημα ίδης] …   Dictionary of Greek

  • εύσωτρος — εὔσωτρος, ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, ον (Α) (για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα τού τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)] …   Dictionary of Greek

  • θεόσσυτος — και θεόσυτος, ον (Α) ο θεόσταλτος («θεόσσυτον χειμῶνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + (σ)συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος, επί σσυτος] …   Dictionary of Greek

  • κατασεύομαι — (Α) 1. φέρομαι ή ορμώ προς τα κάτω («κῡμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.) 2. ορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σεύομαι «ορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • κυνοσσόος — κυνοσσόος, ον (Α) αυτός που παρακινεί τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο σσόος, κεμαδο σσόος] …   Dictionary of Greek

  • λαβρόσυτος — λαβρόσυτος, ον (Α) αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεό συτος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοσσόος — λιθοσσόος, ον (Α) αυτός που διώχνει ή καταδιώκει κάποιον λιθοβολώντας τον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + σσόος (< σεύομαι «καταδιώκω, παρακινώ»), πρβλ. δορυ σσόος] …   Dictionary of Greek

  • μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”